- μπουλούκος
- ο, θηλ. μπουλούκαευτραφής, παχουλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bolluk «μέγεθος, πλήθος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουλούκος — ο θηλ. α (λ. τουρκ.), παχουλός, στρουμπουλός, καλοθρεμμένος: Ο γιος της έγινε μπουλούκος γιατί έτρωγε συνέχεια σοκολάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόκας — και τόκλας, ο, Ν στρογγυλή πέτρα που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι αμάδες, αλλ. μπουλούκος, πλούκος, μπίτσος, μούτσος ή φίτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare «πιάνω, αγγίζω»] … Dictionary of Greek